-
1 ἐπ-εκ-τείνω
ἐπ-εκ-τείνω (s. τείνω), dazu, noch mehr ausdehnen, erweitern; τὰς προςόδους Strab. XVII, 800, Plut. u. a. Sp.; ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας, über die eigentliche Jahreszeit hinaus, Theophr.; – τὸ ἐπεκτεταμένον erkl. Arist. poet. 21 ἐὰν φωνήεντι μακροτέρῳ κεχρημένον ᾖ τοῦ οἰκείου ἢ συλλαβῇ ἐμβεβλημένῃ, wie πόληος für πόλεως, Πηληϊάδεω für Πηλείδου; so auch Schol. öfter.
-
2 ἐπεκτείνω
ἐπ-εκ-τείνω, dazu, noch mehr ausdehnen, erweitern; ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας, über die eigentliche Jahreszeit hinaus
См. также в других словарях:
επεκτείνω — (AM ἐπεκτείνω) [εκτείνω] αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια τού κράτους») αρχ. 1. τεντώνω 2. αναπτύσσω 3. εξαπλώνομαι 4. διευρύνω 5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε… … Dictionary of Greek