Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπεκτείνεται τῆς οἰκείας ὥρας

См. также в других словарях:

  • επεκτείνω — (AM ἐπεκτείνω) [εκτείνω] αυξάνω σε έκταση ή σε αριθμό («επεκτείνει τον κύκλο τών συνεργατών του», «με τη συνθήκη επεκτάθηκαν τα όρια τού κράτους») αρχ. 1. τεντώνω 2. αναπτύσσω 3. εξαπλώνομαι 4. διευρύνω 5. μετατρέπω βραχύχρονο φωνήεν σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»